προσυπνώ

προσυπνώ
-έω, Μ
κοιμάμαι κοντά σε κάποιον («τῷ κοιτῶνι τῶν προσυπνούντων», Ιωσ. Γενέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπνῶ «αποκοιμίζω, κοιμάμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”